- προκριματίζω
- Μ1. ανακρίνω2. παθ. προκριματίζομαιτιμωρούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. τ. προκριματίζω < πρόκριμα, -ατος, ενώ ο παθ. τ. προκριματίζομαι < προ-* + κριματίζομαι (< κρίμα «σφάλμα, αμαρτία»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.